Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΝΙΚ.ΧΑΡΧΑΛΗ!

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την ερασιτεχνική συνέντευξη του Νικολή Χάρχαλη στον ερασιτέχνη μελετητή Ιωάννη Παπαδάκη (Ελληνοαμερικάνο) που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1970 στα Χαρχαλιανά Κισάμου. Ευχαριστούμε από καρδιάς τους απογόνους του Ι.Παπαδάκη, Μανώλη-Κώστα-Ελένη για την ευγενή παραχώρηση των αποσπασμάτων αυτών, καθώς και για τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις άλλων καλλιτεχνών που θα προβληθούν στο μέλλον από το blog μας. Θα διαβάσετε πολύ σημαντικά πράγματα από την ζωή του Χάρχαλη, αλλά και για την μουσική μας παράδοση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταγραφή από τον Ιωάννη Παπαδάκη που προσπάθησε να μεταφέρει ακόμα και την ιδιωματική γλώσσα-προφορά του Χάρχαλη.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Ι.Π: Με την μουσική πώς ασχολήθηκες; Πως ξεκίνησες να παίζεις;

Ν.Χ: Εμείς στην οικογένεια μας πάντα γλεντίζαμε. Ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος ήταν καλά καλός τραγουδιστής και άξιος χορευτής και μερακλής. Θυμούμαι να παίζει ένα μαντολινάκι στσοι παρέες, μην φανταστείς σπουδαία πράματα, ίσα ίσα για να κάνει κέφι η παρέα. Ο Μανιάς ο γεροντής ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου και ερχότανε σπίτι μας και έπαιζε πολύ συχνά….

Ι.Π: Ο Μανιάς; Ποιος ήταν αυτός; Μουσικός;

Ν.Χ: Ναι, ο Μανιατάκης ο Γιάννης από τα Μαρεδιανά, επάε ένα χωριό. Βιολί έπαιζε,
ήτανε άσος στην εποχή του. Από αυτόν εγώ ζήλεψα και ήθελα να πιάσω όργανο. Αλλά ήμουνα μιτσός και τα χέρια μου δεν φτάνανε το βιολί. Με τα πολλά έθιαξα μοναχός μου ένα λυράκι με αθανάτους και έπαιζα μοναχός μου. Ο πατέρας μου όμως είδε ότι το ήθελα πολύ το όργανο και μου πήρε μια κανονική λύρα. Και έτσι έπαιζα σιγά σιγά μέχρι να μάθω μερικά σκοπουλάκια. Η συγχωρεμένη η μάνα μου, είχε έναν αδερφό, τον Γιαννάκη τον Φελεσάκη από τον Αερινό που εκείνη την εποχή ήτανε η φίρμα στα Πανωμέρια. Αυτός που λές ο Φελεσογιαννάκης πρίν πιάσει το βιολί έπαιζε λύρα και γι’αυτό μου έδειξε μερικά πράματα...

Ι.Π: Το βιολί δεν το είχες σκεφτεί καθόλου τότε;

Ν.Χ: Ε μα αυτό θέλω να σου πώ, εμένα μου άρεσε πιο πολύ το βιολί. Ζήλευα τσοι βιολατόρους που πήγαινα στα γλέντια. Αλλά σου είπα, ήμουνα μιτσό κοπελάκι και δεν μου σερβίριζε να βαστίξω το βιολί καλά. Όταν όμως μεγάλωσα κάπως, ο πατέρας μου, μου αγόρασε ένα βιολί.

Ι.Π: Και πήγες σε δάσκαλο να μάθεις;

Ν.Χ: Ποιόν δάσκαλο; Τότες δεν υπήρχανε ούτε δασκάλοι ούτε πράμα. Ό,τι έπιανε το αφτί μου στα γλέντια. Ήτανε ένας Παλιμέτης, πήγα μερικές φορές και μου’δειξε λίγα πράματα, ήτανε καλός αυτός. Κι ένας άλλος, ο Γιαννούδης, μου έκαμε δύο τρία μαθήματα. Κι ο μπάρμπας μου ο Φελεσογιαννάκης κι αυτός μου’δειξε μερικά. Αλλά πιο πολύ, ό,τι έπιανε το αφτί μου. Άκουγα στα γλέντια τσοι βιολατόρους κι ύστερα πήγαινα σπίτι και έκανα μπρόβες μοναχός μου. [..]

---------------------------------------

Ι.Π: Ποιανού ο πατέρας ήταν; Μπαλαμπός;

Ν.Χ: Ναι, ο Μπαλαμπός ο Κωστάκης από τα Μπαλαμπιανά, παλιός κι αυτός. Έπαιζε, αλλά υπήρχανε άλλοι πολύ πιο καλύτεροι. Αυτός βέβαια είχε ένα άλλο καλό, κάτεχε πολλά σκοπουλάκια να παίζει, ήταν αβάρετος στα γλέντια δηλαδή. Εγώ είχα ακούσει κι άλλον έναν παλιό, τον Τριανταφυλλάκη, τον Κιώρο τον λεγόμενο από τον Γαλουβά. Αυτοί οι Κιώροι ήτανε μουσικοί από παλιές γενιές. Κι ο πατέρας του, κι ο λάλος του ήτανε βιολατόροι. Αυτός είχε ένα βιολί ακριβό, δεν κατέω εδά που βρίσκεται. Τον είχα ακούσει αυτόν που λές σε μια γιορτή στα Ζαχαριανά, ήτανε πολύ γέρος τότε, αλλά έπαιζε σωστά και σκεφτόμουν «μα δηλαδή, στα νιάτα του πόσο καλά ακόμα θα έπαιζε;».

Ι.Π: Μόνο βιολιά υπήρχαν τότε;

Ν.Χ: Στα γλέντια ήτανε το βιολί. Δηλαδή, όποιος ήθελε να παίξει κάποιο όργανο να προκόψει, έπαιζε βιολί. Ο κόσμος στα γλέντια ζητούσε δηλαδή συνέχεια να παίζουν βιολιά. Τα λαγούτα, μην φανταστείς, ζήτημα εδά και κιαμιά ογδονταριά χρόνια να έχουν κάμει δουλειά. Παλιά δεν θυμούμαι εγώ να υπάρχουνε πολλά λαγούτα. Τότε, πρό του 1890, ζήτημα να παίζανε σε ούλη την Κίσαμο 6-7 λαγούτα...

Ι.Π: Λύρες παίζανε; Μαντολίνα;

Ν.Χ: Επαέ, έπαιζε καλή λύρα ο Νικηφόρος ο Μαυροδημήτρης, του Σταύρου ο πατέρας. Ήτανε ο καλύτερος τση Κισάμου. Αυτόν τον θυμούμαι πολύ καλά γιατί τον έζησα σε πολλά γλέντια και παρέες. Δεν ήθελε και πλερωμή, ένα λαϊνάκι κρασί να του’βανες και ένα μεζεδάκι και καθότανε ούλη την νύχτα κι έπαιζε. Έκανε κάτι όμορφα γυρίσματα στον Λουσακιανό σκοπό. Είχε έναν λαγουτιέρη από τσοι Καλάθενες, έναν Σγουρομάλλη με σαλουβάρια και παίζανε σε ούλα τα χωριά τση μπάντας μας, από το να πάς Καλλεργιανά μέχρι πάνω στα Τσουρουνιανά. Αυτός ήτανε ας πούμε έτσα φίρμα έπαε πέρα. Τώρα’δά, ανε παίζανε κι άλλοι, αλλά όχι στα γλέντια, ναι, ήτανε μερικοί, κατέω μερικούς μα δε ζούνε εδά..

Ι.Π: Γιατί συνέβαινε αυτό;

Ν.Χ: Ποιο;

Ι.Π: Το ότι δεν παίζανε πολλές λύρες στην Κίσαμο.

Ν.Χ: Η λύρα δεν μπορούσε να παίξει σωστά τα δικά μας τραγούδια όπως το βιολί. Δηλαδή, σαν να λές αντί για τα δώδεκα ευαγγέλια, τα έξι. Κατάλαβες έ; Όσο καλός κι αν ήτανε ο οργανοπαίχτης, δεν μπορούσε να πιάσει όλο τον σκοπό σωστά. Ο Νικηφόρος που ήτονε άξιος οργανοπαίχτης, από ένα σημείο και μετά άφηνε τον σκοπό να πάει μόνος του, δεν έφτανε δηλαδή το όργανο να τονε παίξει ολάκερο. Είχε και ένανε με κλαρίνο και του έπαιζε στα μέσα του σκοπού για να κρατήσει τα μέτρα. Στο Ηράκλειο ή στο Ρέθεμνος που παίζουν άλλους σκοπούς, μπορεί η λύρα να τα παίζει καλιά από το βιολί, αλλά επαέ, στην Κίσαμο, το βιολί είναι ο άρχοντας των οργάνων. Και στο Σέλινο ασφαλώς και στα άλλα μέρη των Χανίων. Εμείς δηλαδή πάντοτε παίζαμε βιολιά, κι η δικιά μου γενιά και του πατέρα μου και του παππού μου κι ουλωνώ. Ήρθε οπέρυσις ένας Γάλλος επαέ κι ήτανε λέει μουσικάντης καθηγητής και μας έλεγε ότι στην Κίσαμο παίζουνε βιολί πεντακόσα χρόνια. Γροίκα πράματα. Παλιά, πριν το βιολί αμα με ρωτήσεις δεν κατέω ήντα όργανα είχανε. Μπορεί να είχανε τα φιαμπόλια πως τα λένε, κι άλλα. Και μαντολίνα. Ναι. Θυμούμαι τα μαντολινάκια στσοι παρέες και παίζανε ετσά γλυκά. Μα δεν τα θέλανε οι παλιοί βιολατόροι να παίζουνε στα γλέντια γιατί λέει δεν είχανε δυνατό ήχο. Μαντολινάκια παίζανε πολύ οι κοπελιές. Δηλαδή, να άκουγες τσοι κοπελιές που παίζανε μαντολινάκια και τραγουδούσανε, ωραία πράματα. Και πώς τα λένε τ’άλλα, μπουζούκια. Ναι. Εγώ πρόφταξα μερικούς που παίζανε μπουζούκια. Στον Δραπανιά ήτανε δυό και παίζανε, κι άλλος ένας ήτανε στο Κολυμπάρι.

Ι.Π: Μπουζούκια; Ποια, αυτά που παίζουν στα λαϊκά και στα ρεμπέτικα;

Ν.Χ: Δεν κατέω εγώ ρεμπέτικα και τέτοια. Παίζανε μπουζούκια, έτσα τα λέγαμε, σαν τα λαγούτα αλλά πιο μιτσά τα σκάφη των και είχανε μακρουλούς λαιμούς. Ήτονε κι ένας στο Ρέθεμνος κι ακόμα δηλαδή είναι, κι έπαιζε τέτοιο όργανο, ο Στέλιος ο ρολογάς, τ’ανήψιο του Καρεκλά, θαρρώ και παίζει κι ακόμα αυτός, ωραίο παίξιμο, μερακλήδικο.

Ι.Π: Μάλιστα. Η δική σου η γενιά πιστεύεις ότι έβγαλε καλούς βιολιστές;

Ν.Χ: Αυτό θέλει κουβέντα και θα σου πώ γιάντα το λέω. Οι παλιοί μας, που είχανε φτωχά πράματα, παλιά όργανα, πιστεύω ότι σε κάποια πράματα είχανε καλύτερη τέχνη. Δηλαδή, ο Ματζουράνας έπαιζε έναν σκοπό δικό του, τον Σερτό του Ματζουράνα που λέγαμε, κι όταν τον έπαιζε δεν του έβριστες ψεγάδι. Αυτόν τον σκοπό να τον έπαιζα ακόμα κι εγώ, κάτι άσχημο θα του έβριστες. Κατάλαβες; Εμείς μπορεί να κάναμε προόδους σε κάποια πράματα, όμως οι παλιοί μας ήταν πιο σωστοί.

----------------------------------------------------------------

[....]
Ν.Χ: Δικούς μου σκοπούς εγώ Γιάννη, δεν έχω. Σκοπούς βγάνανε οι παλαιότεροι και μερικοί άλλοι...

Ι.Π: Ξέρω όμως ότι έχεις κι εσύ κάτι...

Ν.Χ: Ναι, έπαιξα σερτά, που υπήρχανε βέβαια και από παλαιότερα. Εγώ απλά έβαλα περισσότερα στολίδια και τα έθιαξα κάπως αλλιώς. Ήτανε σερτά που δεν υπήρχε γνωστός συνθέτης για αυτά, ειδάλλως ούτε καν θα τα ακουμπούσα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο σερτός του Χάρχαλη που λένε, είναι σκοπός παλαιότατος που δεν κατέμε ποιανού είναι. Είχα ρωτήξει και τον Ματζουράνα να μου πεί ποιανού είναι ο σκοπός, κι αυτός μου έλεγε ότι δεν κατέει αλλά τονε παίζει τον σκοπό αυτό από το 1860 περίπου. Εγώ τον έπαιξα με έναν άλλο τρόπο, διαφορετικό, του έβαλα κάμποσα γεμίσματα κι επειδή μου άρεσε και τον έπαιζα συνέχεια, το κολλήσανε οι άλλοι «ο Σερτός του Χάρχαλη». Κι άλλος ένας σκοπός που μου αρέσει πολύ είναι ο Θερισιανός, μα δεν είναι ολάκερος δικός μου. Δηλαδή, εγώ έπαιζα πάνω στον Χανιώτικο σκοπό κι έκαμα κάμποσα γυρίσματα δικά μου και τον έθιαξα με έναν τρόπο για να τον αφιερώσω στσοι Θερισιανούς που πάντοτες εκτιμούσα γιατί με καλούσανε κάθε χρόνο να τωνε παίζω στα γλέντια τους. Και πάντα μου, στα θερισιανά γλέντια ξεκινούσα με αυτό τον σκοπό. Κι έμεινε λοιπόν αυτός ο σκοπός έτσι. Αλλά Γιάννη, στο ξαναλέω, δεν τα θεωρώ αυτά τα σερτά σαν προσωπικές μου συνθέσεις. Είναι, πώς να στο πώ...

Ι.Π: Σαν διασκευές ας πούμε ε;

Ν.Χ: Ναι, αυτό. Χαριτωσιές που λέγανε οι παλιοί. Εγώ Γιάννη, δεν ήθελα να φάω τον κόπο κιανενός. Γιατί ο άλλος έχει φάει ιδρώτα για να βγάλει έναν σκοπό. Εγώ λοιπόν γιάντα να τονε πάρω και να πώ «να, δικός μου είναι». Ποτέ δεν είπα «όχι» όταν μου ζητούσανε οι νεώτεροι να τωνε μάθω μερικούς παλιούς σκοπούς. Γιάντα το λοιπόν μετά κάθονται και λένε ότι είναι δικά τωνε γεννήματα;

Ι.Π: Δηλαδή; Πιστεύεις ότι μερικοί έχουν πάρει σκοπούς από άλλους και τους έχουν κάνει δικούς τους; Σε ρωτάω γιατί και με τον Κωστή τον Ναύτη πρίν λίγους μήνες στην Αμερική είχαμε την ίδια κουβέντα και με ενδιαφέρει πραγματικά η άποψη σου.

Ν.Χ: Να μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα γιατί θα παίξω κάμποσες βλαστημιές πάλι. Τσοι προάλλες πάλι είχαμε την ίδια κουβέντα στου Γιώργη τον καφενέ. Και των είπα ουλωνών εγώ «βρείτε μου έναν σήμερα κι απόης να μην έχει πάρει έστω μισή στροφή από έναν παλιό σκοπό». Και γυρνά ένας και μου λέει «μα ο τάδε σκοπός είναι καινούργια σύνθεση». Και λέω, μα ίντα κουβεντιάζεις εδά; Εγώ αυτό τον σκοπό τον άκουσα το 1910 να τονε παίζει ο Φαντομανώλης κι εσύ μου λές ότι είναι προπέρσινος; Εμείς Γιάννη παίζαμε το 1910, το 1920 πολλά σερτά και σήμερα γροικώ από μερικούς και λένε «είναι σκοπός προσωπικής μου έμπνευσης». Και λέω, γιάε εκιέ μια κοπρά που καμαρώνει. Και σου μιλάω για σκοπούς που παίζαμε εμείς προ εβδομήντα χρόνους. Και βάλε κι αυτούς που παίζανε οι παλιοί μας και τσοι βγάλανε πριν έναν αιώνα. Μα αυτό δηλαδής δεν είναι ατιμία; Πές ότι ο Ματζουράνας ήτονε απονήρευτος, ήτονε αμάθητος και καθόμουν εγώ και τσιμπούσα 2-3 σερτουλάκια δικά του και καμωνόμουν ότι τα πρωτόπαιξα εγώ. Με ίντα μούτρα μετά θα έλεγα καλημέρα αυτού τ’ανθρώπου; Δεν είναι ντρέτα πράματα αυτά.

Ι.Π: Πιστεύεις ότι αυτά τα κάνουν εκτός Χανίων, ή και Χανιώτες;

Ν.Χ: Παντού τα κάνουν. Να σου πώ και κάτιτις. Βγαίνει μια φορά, θα’τανε περίπου το ’35 ποθές ο Καρεκλάς, ο Παπαδάκης που λέγανε από το Ρέθεμνος. Αυτός ήτανε ο καλύτερος του Ρεθέμνους τότε, έπαιζε λύρα που σηκώνονταν κι οι πέτρες να χορέψουνε. Βγαίνει το λοιπόν στην Χώρα, στα Νεώρια που ήτονε μερικές ταβέρνες και λέει «σήμερα θα σας παίξω έναν καινούριο ρεθεμιώτικο σκοπό». Κι ίντα θαρρείς ότι’παιξε; Τον Σελινιώτικο. Και του λέει ο Σταύρος ο Μαυροδημήτρης, «μα είσαι στα καλά σου; Εμείς αυτόν τον σκοπό τονε παίζουμε εξήντα και βάλε χρόνους.» Και λέει και ο Καρεκλάς «μα να, εγώ τον άκουσα από τον Ροδινό που τον έπαιζε κι εθάρρουνα ότι είναι δικός μας»…

Ι.Π: Ο Μαυροδημήτρης έπαιζε μαζί με τον Καρεκλά;

Ν.Χ: Όϊ, ο Καρεκλάς έπαιζε με τον ανηψιό του. Εμείς παίζαμε σε μια διπλανή ταβέρνα κι είχαμε πάει λίγο για να ακούσουμε τον Καρεκλά διότι εγώ τον συμπαθούσα σαν οργανοπαίχτη. Ναι, κατάλαβες δηλαδή; Επειδή τον έπαιζε τον σκοπό ο Ροδινός πάει να πεί ότι τον έβγαλε αυτός;

Ι.Π: Ο Ροδινός που τον ήξερε τον σκοπό αυτόν;

Ν.Χ: Ο Ροδινός, σαν υπηρετούσε στρατιώτης στη Χώρα, είχε έρθει και σε’μένα να του δείξω. Εγώ όμως έπαιζα σε γλέντι και του είπα «ό,τι πιάσεις». Αυτός ερχότανε όντε έπαιζα και καθότανε 3-4 ώρες σου λέω και άκουσε μερικούς σκοπούς. Του είχε δείξει όμως και ο Γιώργης ο Μαργιάνος μερικά σκοπουλάκια. Και ίντα’καμε το λοιπόν. Πήρε δυό-τρείς πλάκες του Χαρίλαου τ’Αμερικάνου, ξεπατήκωσε τσοι σκοπούς, προσπάθησε να τσοι παίξει όπως κι όπως και ύστερα νόμιζε ότι μπορεί να παίξει ούλα τα σερτά. Μα δεν είναι ετσά όμως. Μετά έκαμε και δυο πλάκες και έπαιξε μερικά χανιώτικα σερτά και τα έκαμε αγνώριστα. Και ύστερα πόθανε το κακορίζικο και άφηκε όνομα.

Ι.Π: Δηλαδή, δεν ήταν καλός λυράρης;

Ν.Χ: Καλός αλλά δεν ήτανε ο καλύτερος Γιάννη. Μπορεί να είχε μεράκι, αλλά υπήρχανε τότεσας στο Ρέθεμνος οργανοπαίχτες που ήτανε πέντε σκαλοπάτια παραπάνω από τον Ροδινό. Και ο Καραβίτης μου έλεγε πως όταν είχε πρωτοβγεί στα πράματα (ο Ροδινός), δεν τονε θέλανε στο Ρέθεμνος και πολύ. Αλλά απόθανε το κακορίζικο νωρίς πολύ, ήτονε και καλό κοπέλι και ο κόσμος ανέβασε το όνομα του. Αμα δεν πόθαινε όμως, δεν θα είχε αφήσει ούλη αυτή την φήμη.

Ι.Π: Μήπως είσαι λιγάκι αυστηρός αυτή την στιγμή;

Ν.Χ: Εγώ λέω την αλήθεια. Αυτό που με ρωτάς , αυτό σ’αποκρίνομαι.

Ι.Π: Ναι αλλά σήμερα ο Ροδινός θεωρείται ας πούμε κλασσικός λυράρης….

Ν.Χ: Γιάννη, αν άκουγες εκείνα τα χρόνια λυρατζήδες θα καταλάβαινες ποιοι ήτονε πραγματικά οι άφταστοι. Ανε πρόφτανες τον Κουφιανό, τον Νικηφόρο, τον Καντέρη, εκειά να ζαλιζόσουνα από την γλύκα που βγάνανε. Υπήρχε κι ο Καραβίτης στο Ρέθεμνος, όφου και που’σουνα να τον ακούς να τραγουδεί και να παίζει να μην σου κάνει όρεξη να φύγεις. Τόσο καλός ήτανε. Κι ένας άλλος, ο Λαγός ο λεγόμενος, Ρεθεμιώτης κι αυτός, έπαιζε μια ωραιότατη λύρα…

Ι.Π: Ο Λαγός ήταν νεώτερος του Καραβίτη…

Ν.Χ: Δεν κατέω, μπορεί να ήτονε και σιόκαιροι αλλά δεν έχει σημασία. Ο Λαγός και ο Καραβίτης κι ο Καρεκλάς ο Παπαδάκης, αυτοί οι τρείς ήτονε οι καντονάδες του Ρεθέμνους.

Ι.Π: Να καταλάβω ότι δεν συμπαθείς πολύ την λύρα έ;

Ν.Χ: Αυτό δεν είναι αλήθεια. Εμένα μ’αρέσουνε ούλα τα όργανα που παίζουνε καλή μουσική. Κι ας είναι και βιολί και λύρα και λαγούτο και σαντούρι και μπουζούκι. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ο ξιπασμένος οργανοπαίχτης, κι ο ακάτεχος. Ο Σταγκάκης ας πούμε, αυτός που θιάζει και λύρες εδά (σ.σ. Εννοεί τον Μανώλη Σταγάκη). Ο Σταγκάκης, μια φορά που ήμουνα στο Ρέθεμνος στην Επισκοπή, με πλησίασε να του πώ μερικούς σκοπούς αλλά δεν του έδειξα. Και ακόμα μου το κρατά. Ναι. Προ καιρού που είχε ανταμώσει με τον Σταύρο τον Μαυροδημήτρη, ναι, του το έλεγε « Ο Χάρχαλης τότες δεν μου έδειξε». Και να κάτεες όμως πόσα γλέντια δανεικά του'δωκα μιαν εποχή στ'Αποκορωνιώτικα που δεν είχε να φάει. Και μετά, καθίζει και λέει για'μένα. Είναι σέβας αυτό;... [...]


-------------------------------------------------------------

[.....]

Ι.Π: Τότε πως σε πληρώνανε; Χαρτούρα σου ρίχνανε, ή έπαιρνες και προκαταβολή;

Ν.Χ: Τα χρόνια που, στο είπα και πρίν, ήτονε φτωχά. Μπορώ να σου πώ ότι πολλά γλέντια στα νιάτα μου, είκοσι χρονών, τα έπαιξα τζάμπα εντελώς. Δεν είχε ο κόσμος να φάει, θα είχε να χορέψει θαρρείς; Μας εβάνανε λάδι, κρασί, τσικουδιά, μας εδούδανε που και που κιαμιά όρθα, τέτοια πράματα. Παράδες από το ’20 και μετά ξεκινήσανε να βάνουνε. Τα καλοστεκούμενα σπίτια δίνανε κάτιτις παραπάνω, τα πιο παρακατιανά ας πούμε, μπορεί και πράμα. Ε, μερικοί για να με σιγουρέψουνε, μου λέγανε «πάρε κουμπάρε δυό λίρες μπροστάντζα και όταν θα παίξεις θα πάρεις κι άλλες». Αλλά εγώ, ρώτα όποιονα θές, ποτέ δεν έκαμα μπαγαποντιά και να μην πάω να παίξω. Πάντα, όταν έδινα το λόγο μου, τονε τηρούσα. Μου έλεγε ο άλλος, δεν έχω πολλά να σου δώσω. Ε και, του έλεγα, νύχτα είναι, θα περάσει. Θα πιούμε, θα χορέψομε και θα κλέψομε μια του χάρου. Για τσοι παράδες θα στεναχωριόμαστε; [...]
----------------------------------------------------------------------

[...] Ι.Π: Τον Τζέγκα τον ήξερες;

Ν.Χ: Ο Τζέγκας πήγαινε όπου παίζανε τα όργανα. Όποιος και να’παιζε, πήγαινε και καθότανε να τραγουδήσει. Εγώ τονε γνώριζα καλά γιατί ψώνιζα κι από αυτόν αρκετές φορές τα ψάρια. Και σε μερικά μου γλέντια είχε έρθει να τραγουδήσει κι όταν κουραζόμουνα, τον άφηνα να πεί κιανά μαντιναδάκι. Στην χάση και στην φέξη σκάρωνε το σκοπουλάκι. Να σου πώ κι ένα περιστατικό. Είχε βγάλει έναν σερτό, κάπου το’30 θα ήτανε πρέπει. Θαρρώ ήτονε ο πρώτος σκοπός του. Εγώ τότε καθόμουνα στο Καστέλι στον καφενέ κι ήμουνα έτοιμος να πάω να παίξω σε έναν γάμο στο Βουργάρω και έρχεται ο Τζέγκας και μου λέει «Χάρχαλη,γροίκα κάτι». Και μου τραγουδά έναν σκοπό. Μ’άρεσε, πιάνω το βιολί και τον αρπάζω επί τόπου. Και μου λέει ο Τζέγκας «έτσα θα παίζεται από εδώ και πέρα». Πιάνει κι ο Κουτσουρέλης το λαγούτο και ξεκινά κι αυτός και τον βγάνουμε τον σκοπό μέσα σε δέκα λεφτά, όπως τον ήθελε ακριβώς ο Τζέγκας. Και λέει ο Τζέγκας, «επειδή τον έβγαλα στ΄ακρωτήρι, θα τονε αφιερώσω στη Γραμπούσα». Κι έτσα έμεινε ο σκοπός αυτός. Γροίκα δά και το καλό. Δεν περνούνε ούτε τρία χρόνια, εμείς τον παίζαμε παντού αυτό τον σκοπό, κι έρχεται στα χέρια μου μια πλάκα που μόλις είχε φτάσει από την Αμερική από τον Χαρίλαο. Βάνουμε την πλάκα στο μαραφέτι κι ίντα έπαιζε θαρρείς; Το Γραμπουσιανό σερτό με την ονομασία «σερτός του Χαρίλαου». Κατάλαβες; Μετά βέβαια μάθαμε, ο Καντερογιώργης μου το είχε πεί, ότι ένας ντόπιος Καστελιανός που έπαιζε λαγούτο, είχε φύγει εκείνη την χρονιά στην Αμερική να πάει να ζήσει και ήβρηκε τον Χαρίλαο και του σφύριξε κάμποσα σερτά, ένα από αυτά και τον Γραμπουσιανό. Κι ο Χαρίλαος πήγε επί τόπου και τον έπαιξε στην πλάκα μετά.

Ι.Π: Ο Τζέγκας δηλαδή σε εμπιστευόταν έ;

Ν.Χ: Δεν του έκαμα ποτέ κωλοτούμπα, όϊ μόνο του Τζέγκα, ουλωνώ επαέ. Ο Μαριάνος κληρονόμησε από τον πατέρα του μερικά σερτουλάκια. Μα κι αυτός, ποτέ δεν είπε ότι «ξέρετε κύριοι, τα έγραψα εγώ». Ποτέ. Πάντα έλεγε "εδά θα σας παίξω την σειρά του πατέρα μου"... [...]
---------------------------------------------------------

[...]Ι.Π: Πιο συχνά σε ποια μέρη έπαιζες;

Ν.Χ: Όπου με καλούσανε ο κόσμος, έπαιζα. Και στο Σέλινο και στα Κεραμιά στα μαδαροχώρια και στα Σφακιά, παντού. Τα περισσότερα γλέντια εντάξει, τα είχα επαέ στην Κίσαμο στα γύρω χωριά, αλλά έπαιξα σχεδόν σε ούλα τα Χανιά, από το Σφηνάρι μέχρι τον Κουρνά και την Ασή Γωνιά. Στο Σέλινο έπαιζα τακτικά, σε γάμους και πανηγύρια, είχα πολλούς φίλους εκειά πέρα, είχα και τον λαγουθιέρη τον Κλεινάκη τον Αντώνη, σπουδαίος οργανοπαίχτης αυτός. Μαζί παίζαμε για πολλά χρόνια στα σελινιώτικα γλέντια. Και στα Κεραμιά ήτονε ένας Αθούσης, σπουδαίος χορευτής και έκανε πανηγύρι και με καλούσε κάθε χρόνο. Στα Σφακιά έπαιζα μέχρι το '35 κάθε χρόνο σχεδόν στην Αράδαινα, στον Άγιο Γιάννη, στο Μουρί και σ’άλλους τόπους. Στην Ανώπολη είχα φίλους, αλλά επειδή βαστούσε η ρίζα των Μαργιάνων από’κειά, έπαιζε ο Γιώργης. Στα Λιβανιανά το ’25 πήγαμε να παίξουμε σε έναν γάμο και καθήσαμε εκειά δέκα μέρες, δεν μας αφήνανε να γαήρομε πίσω. Με το που πήγαμε να φύγομε, ένας από την παρέα μας επήρε με το ζόρι να πάμε στο σπίτι του στση Αγιάς Ρουμέλης στη Σαμαριά με βάρκα, γυαλό γυαλό, μου βγήκανε τα σκώθια μου, κάτσαμε κι εκειά άλλες πέντε μέρες και γλεντίζαμε κι άντε πάλι να γαήρω στα Λιβανιανά που'χα παρετημένη την φοράδα μου. Είχα τότεσας μια καλή φοράδα και δεν καταλάβαινε αυτή από γκρεμνά και κακοδρομιές και μπόρουνα να γυρίζω ούλα τα χωριά με άνεση ας πούμε. Αλλά θέλαμε και μέρες για να πάμε από τον ένα τόπο στον άλλον γιατί δρόμοι δεν ήτονε, λεωφορεία δεν ήτονε, κι όποτε φτάναμε. Μια φορά, αργήσαμε να πάμε σε έναν γάμο στου Καμπανού κι αιτία ήτανε που μας καθυστερούσανε στα χωριά που περνούσαμε, μας κατεβάζανε από τ’άλογα και μας κερνούσανε. Στην Μάζα μας κρατήσανε θυμούμαι πάνω από πέντε ώρες να παίζουμε στα καφενεία. Μπορεί να έκανα και δεκαπέντε μέρες κι είκοσι μέρες κι έναν μήνα να γαήρω στο σπίτι μου από τα γλέντια. Ποτέ δεν μπορούσα να πώ με σιγουριά «θα πάω τρείς μέρες στση Μελισσιάς και θα γαήρω σπίτι». Γιατί έφευγα από τση Μελισσιάς από το μονοπάτι και περνούσα από το Σηρικάρι και με στένανε εκειά και δεν μπορούσα να φύγω και κάθιζα δυό μέρες. Πάντα κάποιος θα μας έπαιρνε να πάμε να παίξομε σπίτι του, σε κιανα πανηγύρι και αργούσα πάντοτες να γαήρω σπίτι μου και μόλις ήθελα να δείξω στο χωριό, πηγαίνανε και λέγανε τση γυναίκας μου « Ήρθε ο άντρας σου», κι αυτή έβγαινε στην αυλή και μ’αρχίνιζε στσοι ψαλμούς (γέλια)...[...]

------------------------------------------

Ι.Π: Έπαιζες και ευρωπαϊκά τραγούδια;

Ν.Χ: Ναι, βεβαίως, δεν τα'παιζα όπως οι σπουδαγμένοι, αλλά το κατάφερνα. Γιατί ήτανε ας πούμε τότε κολακευτικό πράμα το να κατέει ένας οργανοπαίχτης να παίζει τέτοια πράματα. Μια φορά να σου πώ, έπαιζα σε ένα καλό σπίτι, αρχοντόσπιτι δηλαδή, στη Χαλέπα, αρραβώνιαση. Κι ο γαμπρός ήτανε έμπορας από την Αθήνα κι είχε φερμένους καμπόσους ετσά αριστοκράτες, δασκάλους και τέτοια. Και των έκαμα καλή εντύπωση που έπαιζα τέτοιους χορούς και ευχαριστηθήκανε και μάλιστα, ένας μου έδωκε ρεγάλο ένα καλό ρολόϊ, ιταλικό.

Ι.Π: Καλό δώρο έ;

Ν.Χ: Για’κείνους τσοι χρόνους ναι, σου μιλώ για πρίν τον πόλεμο. Μα δεν μου’μεινε το ρολόϊ γιατί το έδωκα ενός συγγενή μου να μου το κουρντίσει κι αυτός το πήρε και δεν το γάηρε ποτές.

Ι.Π: Πάντως μπάρμπα-Νικολή, παρόλο που’σαι μεγάλος, στέκεις καλά. Κι αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι το μνημονικό σου δουλεύει άριστα..

Ν.Χ: (γέλια) του διαόλου μυρίζω πρέπει (γέλια). Γιάε, εμείς ζούσαμε πώς να στο πώ, στην εξοχή, δεν μας μαγάρισαν οι πολιτείες και αυτά τα πράματα που γροικώ και λένε. Εμένα δεν μου άρεσε το περίσιο πράμα. Δηλαδή, θα πιώ στην παρέα, αλλά δεν θα πιώ κι ένα βαρέλι. Θα έπαιρνα ένα τσιγάρο να φουμάρω στην παρέα αλλά δενε φούμερνα και πενήντα. Θα μου πείς, κι ο Μαργιάνος καλή ζωή έκανε, δεν ήτανε τση περίσιας κι αυτός, ζήτημα δηλαδή στη ζωή του να έχει πιωμένες πέντε οκάδες κρασί και μισή οκά τσικουδιά, μα να’τονε, την έπαθε την ζημιά προ καιρού. Από την άλλη πάλι λέω, κι ο Κουνελοκωσταντής έπινε που του’δινε και καταλάβαινε. Αυτός εγέμιζε κρασί το βιολί κι έπινε από τσοι τρύπες, κι έτρωε ένα ρίφι στην καθησιά του. Αμα δεν έπινε πέντε-έξι κρασιές και να φάει κάμποσες μπουκιές κρέας δεν χερίκωνε να παίξει. Μα να που έζησε σχεδόν εκατό χρόνους. Είναι στον άνθρωπο δηλαδή. Και σκέψου ότι εγώ έχω καεί στην ζωή μου με το κοπέλι μου και με δικούς μου ανθρώπους, στεναχώριες δηλαδή που να μην τσοι ζήσει άνθρωπος. Ούλα είναι απ'τον Θεό... [...]


Πηγή: http://www.kissamoschania.blogspot.com/

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Το Βιογραφικό του Νικολή Τζέγκα


Ο Νικόλαος Τσέγκας γεννήθηκε το 1900 και έζησε στη Γραμπούσα Κισσάμου, στη θάλασσα της οποίας άσκησε το επάγγελμα του ψαρά. Στην ίδια θάλασσα χάθηκε το 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
Βαθύς μερακλής και μποέμ της αποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο. Τσι σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισσάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ 'μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"


Μια γνωστή ιστορία για το πως έβγαζε σκοπούς: Μια μέρα ο χωροφύλακας στη Κίσσαμο είχε διάφορες δουλειές κι επηγαινοερχότανε στο μεγάλο κεντρικό δρόμο όλο το πρωί. Νωρίς το πρωί, εξάνοιξε το Τζέγκα να κάθεται σκυφτός έξω απο ένα καφενείο, μέσα στη κάπα του, κουκουλομένο, να καπνίζει και να κοιτάζει το έδαφος σκεφτικός μέσα στο ψιλόβροχο. Το μεσημέρι σαν επέρασε για πολλοστή φορά και το ξανάδε, σταματά και πάει και του λέει:
-Μπρε συ Νίκολη, ήντα 'παθες; Ετροζάθηκες και κάθεσαι έτουδα στο κρύο και τη βροχή;
Πετιέτε λοιπόν κι ο Τζέγκας, νευριασμένος, σα το ελατήριο απάνω και του λέει:
-Ήντα μου 'κανες βρε κι έχασα το σκοπό!!!


Στο Νικολή Τσέγκα αναφέρεται το γνωστό τραγούδι "Στση Γραμπούσας τ' ακρωτήρι" (αρχικός τίτλος: "Αρμενάκι Τζέκα"), που ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Μουντάκη σε δίσκο 45" και περιέχεται επίσης στο δίσκο του "Έτσι τραγουδάει η Κρήτη, νο 1", καθώς και το τραγούδι "Τζέγκας" του Κωστή Παπαδάκη (Ναύτη), στο δίσκο "65 χρόνια Ναύτης", Cretaphone ...
Συρτά του Νίκου Τσέγκα υπάρχουν, μεταξύ άλλων, στους δίσκους:
Πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής Ιστορίας (CD Γιώργου Κουτσουρέλη, τραγ. "Μπαρμπούνι" και "Σαράντα μέτρα θάλασσα"), Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Ross Daly, "Ονείρου Τόποι", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Γιώργος Τζιμάκης
Ναύτης, "65 χρόνια Ναύτης"

Υπάρχει και η μαντινάδα:
Γραμπούσα μαύρα να ντυθείς
γιατί έπνιξες τον Τζέγκα
εκείνο που σε ψάρευε
κι εκείνο που σε γλέντα....

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Νίκος Διένης, λαουτιέρης και συνθέτης

Νίκος Διένης, ένας πολύ καλός συνθέτης και οργανοπαίχτης



ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΣΤΙΣ 3/11/1981 Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΡΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 3 ΕΤΩΝ.ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΑ ΕΝΧΟΡΔΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ,ΠΕΤΡΟ ΔΙΕΝΗ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΑΙΖΕ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΑ.ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 5 ΕΤΩΝ ΕΠΑΙΖΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΑΠΟ ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ ΑΠΟ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΥΣ,ΣΠΑΝΙΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ ΜΟΝΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ.ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΕ 23 ΕΝΧΟΡΔΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 18 ΕΤΩΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΗΧΟΓΡΑΦΕΙ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΜΕ ΑΤΕΛΙΩΤΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟ ΤΟΝ ΠΡΩΣΟΠΙΚΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟ, ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΕ ΩΔΕΙΟ ΚΑΙ ΣΕ ΚΡΗΤΙΚΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 29 ΕΤΩΝ.ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΑΣΧΟΛΗΤΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΑΓΟΥΤΟ ΚΑΙ ΣΥΜΕΤΕΧΕΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΣ,ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΜΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΗΚΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΟΣΕΙΣ.ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ,ΚΙΣΣΑΜΙΤΗΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.

ΝΙΚΟΣ ΔΙΕΝΗΣ -ΜΑΧΑΙΡΙ Η ΝΥΧΤΑ ΔΙΚΟΠΟ
(2011 Στίχοι και μουσική Νίκος Διένης ,Λύρα Μανιουδάκης Νίκος, STUDIO DIMIS PAPADAKIS)


Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Αρμενοχωριανός Συρτός του Γ.Κουτσουρέλη

Γιώργης Κουτσουρέλης ο δάσκαλος του λαούτου



Ο Γιώργης Κουτσουρέλης γεννήθηκε στην Κίσσαμο Χανίων το 1914 , γιός του διάσημου λαουτιέρη της Κισσάμου Ανδρέα Κουτσουρέλη και αδερφός πολλών άλλων μουσικών (έπαιζαν λαούτο , μαντολίνο , βιολί , λύρα , κλαρίνο )  μαντολίνο ξεκίνησε να μαθαίνει από 4 χρονών και λίγο αργότερα λαούτο .
Ηχογράφησε το πρώτο του μουσικό δίσκο στα 16 του χρόνια (1930)  και άρχισε να παίζει λαούτο με πολλούς διάσημους βιολιτζήδες και λυράρηδες .
Άρχισε να παίζει λαούτο στο Ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών (1939) και αργότερα
στο Ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων με τα αδέρφια του Μανόλη και Στέλιο .
Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου , ηχογράφησε το τραγούδι
« Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη ».
Το 1949-1950 κυκλοφόρησε τον « Αρμενοχωριανό Συρτό »  με σόλο λαούτο και
τραγουδισμένο από το Χρήστο Κορονιωτάκη .
Ο Μίκης Θεοδωράκης χρησιμοποίησε τον « Αρμενοχωριανό Συρτό » για να συνθέσει το "Zorba the Greek" , αυτό έγινε αιτία αντιδικιών μεταξύ των δύο συνθετών.
Για μια δεκαετία περίπου σταμάτησε ο Γιώργης Κουτσουρέλης τις εμφανίσεις
και της ηχογραφήσεις ,  λόγω του θανάτου του αδερφού του Μανόλη.
Τη δεκαετία του '70 ο διάσημος Κρητικός τραγουδιστής Νίκος Ξυλούρης του ζήτησε να τραγουδήσει μερικά από τα τραγούδια του  και ηχογράφησε 6 από αυτά.
Ο Γιώργης Κουτσουρέλης πέθανε στη πόλη γέννησης του την Κίσσαμο Χανίων τον Ιούνιο του 1994.
Αρμενοχωριανός Συρτός του Κουτσουρέλη

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Θανάσης Σκορδαλός ο μεγάλος δάσκαλος της λύρας

ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΥΡΑΡΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ


Ο Θανάσης Σκορδαλός ήταν κρητικός λυράρης. Γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1920 στο Σπήλι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου. Μαζί με τον Κώστα Μουντάκη θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους της λύρας.
Ο ίδιος άρχισε να μαθαίνει μόνος του να παίζει λύρα, σε ηλικία 9 ετών. Μόλις στα δώδεκα του χρόνια, έκανε το πρώτο του γλέντι στο χωριό Χαμαλεύρι Ρεθύμνου. Έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς λαουτιέρηδες, όπως το Γιάννης Μαρκογιαννάκης που κατάγεται επίσης από το Σπήλι, το Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη), το Νίκο Μανιά και πολλούς άλλους.
Το δισκογραφικό έργο είναι πάρα πολύ πλούσιο και περιέλαβε πολύ γνωστά τραγούδια όπως το Φιλεντέμ, Μόνο εκείνος π'αγαπά, Ένας καινούργιος άνεμος, Ποιος ουρανός ποια θάλασσα, Συ μ'έμαθες πως αγαπούν, Ένας ψαράς, Όνειρα βλέπω μυστικά, και πολλά άλλα.
Διορίστηκε υπάλληλος στην τράπεζα της Ελλάδος από τον Σοφοκλή Βενιζέλο και κατόπιν αφιερώθηκε στη λύρα. Εμφανίστηκε στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Αφρική παίζοντας για Κρητικούς μετανάστες. Πέθανε στις 23 Απριλίου 1998 σε ηλικία 78 ετών.

Θανάσης Σκορδαλός - Μόνο εκείνος π' αγαπά

Το χρυσό CD του Ηλία Χορευτάκη

"ΤΣΗ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ" ΤΟ CD ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΡΥΣΟ!!!!


Γεννήθηκε το 1972 ,στα Χορευτιανά , Κισσάμου ,του νομού Χανίων .
Τον πατέρα του τον λένε Στέφανο και τη μητέρα του Αναστασία .
Από πολύ μικρός είχε κλίση προς τη μουσική καθότι στην οικογένεια του υπήρχαν πολλοί μουσικοί , όπως ο Νικόλαος Χάρχαλης , ο οποίος ήταν της γιαγιάς του πατέρα του αδερφός .


Χορευτιανός Σκοπός του Ηλία Χορευτάκη

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Η Ιστορία της Κρητικής Μουσικής

Η Κρήτη διαθέτει ιδιαίτερη μουσική παράδοση, από την οποία ξεχωρίζουν αναμφίβολα τα ριζίτικα, τραγούδια από τις <<ρίζες>> (=τις υπώρειες) των Λευκών Ορέων, που χωρίζονται σε ριζίτικα της τάβλας και ριζίτικα της στράτας. Τα πρώτα εκτελούνται χωρίς όργανα από δύο αντιφωνικές ομάδες ανδρών τραγουδιστών, ενώ τα δεύτερα τραγουδιούνται καθ'οδόν με τη συνοδεία οργάνων.
Από την αρχαιότητα η καλλιέργεια της μουσικής στην Κρήτη είχε ξεχωριστή θέση. Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές (Κνωσού, Φαιστού κ.ά.) και τα αρχαία κείμενα παίρνουμε πολύτιμες πληροφορίες. Αναπαραστάσεις (γλυπτών, κεραμικών, ζωγραφικής) απεικονίζουν μουσικούς και χορευτές που παραπέμπουν στη σημερινή εποχή, που ο λυράρης παίζει στη μέση και οι χορευτές χορεύουν γύρω του κυκλικά. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου σώζεται αυλός με δακτυλίους που μετακινούμενοι καλύπτουν τις οπές για να αποδοθούν οι νότες. Από αποσπάσματα αρχαίου δράματος μαθαίνουμε ότι "ο Μίνως διέταξε να ταφούν μαζί με τον γιό του Γλαύκο και οι αυλοί του, που αυτός τους αγαπούσε όσο ζούσε". Αλλού εικονίζονται αυλοί, δύαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες. Η αρχαία κιθάρα δεν ήταν αγαπητή στην Κρήτη, αλλά παιζόταν η αρχαία λύρα, όπως φαίνεται από αναπαραστάσεις σε γραφές, τοιχογραφίες, σφραγίδες κ.ά.
Ο Αιμιλιανός ("ποικίλη ιστορία") αναφέρει ότι "οι Κρήτες τους παίδας μανθάνειν τους νόμους εκέλευον μετά τινος μελωδίας, ίνα εκ της μουσικής ψυχαγωγούνται και ευκολώτερον τη μνήμη διαλαμβάνουσιν..." δηλ. οι Κρήτες έδιναν εντολή τα παιδιά να μαθαίνουν τους νόμους με τη συνοδεία κάποιας μελωδίας, αφενός για να ψυχαγωγούνται με τη μουσική και αφετέρου για να εντυπώνουν (τους νόμους) καλύτερα στη μνήμη ... . Η μουσική παιδεία των αρχαίων Κρητών αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι όταν ο Κρητικός νομοθέτης και μουσικός Θαλήτας από την Γόρτυνα κλήθηκε στη Σπάρτη τον 8ο π.Χ. αιώνα, μεταλαμπάδευσε εκεί όλη τον μουσικό πλούτο της Κρήτης και δημιούργησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος ("περί μουσικής") την "δεύτερη μουσική κατάσταση" στη Σπάρτη εισάγοντας τη χρήση του φρυγικού αυλού (που είχαν φέρει στην Κρήτη οι Κορύβαντες και Κουρήτες) ώστε συνδυάζοντάς τον με την κιθάρα της στεριανής Ελλάδας και διδάσκοντας την "πυρρίχη", τον τεχνικότατο αυτό χορό της Κρήτης και τελειοποιώντας τα υπορχήματα (μουσική-χορός-ποίηση) με κανόνες επέβαλλε τους Κρητικούς ρυθμούς. Οι μελωδίες του Κρητικού Θαλήτα ακουγόνταν και μετά 200 χρόνια, λέγεται ότι ο Πυθαγόρας ευχαριστιόταν να τις ακούει. Στους "Πυθίους εναύλους αγώνας" πρώτος νικητής ήταν ο Κρητικός αυλητής Χρυσάνθεμις... Αργότερα ο Αριστοφάνης κατηγορεί τον Ευρυπίδη ότι καθιέρωσε στις τραγωδίες του Κρητικές μονωδίες. Μετά την κάθοδο των Δωριέων, οι αρχαίοι απόγονοι των Μινωϊτών περιορίσθηκαν στην Ανατολική Κρήτη, οι επονομαζόμενοι Ετεόκρητες όπου διέσωσαν την αρχαία μουσική τους.
Η Κρήτη παρέμεινε στην κυριαρχία των Ενετών και μετά των Άλωση της Πόλης (1453), διαιωνίζοντας σε πιο ελεύθερο περιβάλλον την Ελληνική - Βυζαντινή μουσική κληρονομιά, αφού πολλοί δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής από την Πόλη όπως ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Ακάκιος Χαλκιόπουλος κ.ά. ίδρυσαν σχολές Ελληνικής - Βυζαντινής μουσικής στην Κρήτη απ' όπου αναδείχθηκαν σπουδαίοι μελωδοποιοί όπως ο Κοσμάς Βαράνης, αδελφοί Επισκοπόπουλοι, Δημ. Ντάμιας. Παράλληλα καλλιεργήθηκε και η πατροπαράδοτη ταυτόσημη Κρητική δημοτική μουσική. Το 1669 μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους πολλοί Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα όπου καλλιέργησαν την γνωστή από τότε Κρητοεπτανησιακή ή Κρητική μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα ευχάριστα. Στη Ζάκυνθο επέζησε μέχρι τις μέρες μας η "Κρητική" όπως λέγεται πολυφωνική λειτουργία, επειδή όμως έχει υποστεί επιδράσεις από την Ιταλική καντσονέτα, έχασε το αρχικό της ύφος.
Οι μελετητές της σύγχρονης Κρητικής μουσικής έχουν διαπιστώσει τις επιδράσεις από πολύ παλιές παραδόσεις, ακόμη και από τη βυζαντινή μουσική). Επιπλέον, η Κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση άλλων περιοχών της Ελλάδας, εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να εμπλουτίζεται. Αυτό οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο στίχος, είτε πρόκειται για μεγάλη ρίμα, είτε για σύντομη δίστιχη μαντινάδα, ο οποίος εξακολουθεί να εξελίσσεται και μέσω αυτοσχεδιασμού, που άλλωστε θεωρείται βασικό προσόν ενός καλού λυράρη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι έχουν καταγραφεί και κρητικά τραγούδια που αναφέρονται σε πολύ πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, όπως τη Μάχη της Κρήτης, τη δικτατορία, ή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κρητικής μουσικής, αφού ποτέ ο οργανοπαίκτης κατά τη διάρκεια του χορού (του συρτού, του χανιώτη, του πεντοζάλη, της σούστας, κ.ά.) δεν περιορίζεται στην τυπική αναπαραγωγή της βασικής μελωδίας, αλλά, ανάλογα και με την ψυχική του διάθεση, αυτοσχεδιάζει με βάση τις διάφορες μελωδίες (τις κοντυλιές).

Παρότι η λύρα είναι αναμφίβολα ο βασιλιάς ή η βασίλισσα της Κρητικής μουσικής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλα όργανα. Έτσι, το λαούτο στα χέρια των σημαντικών οργανοπαικτών παύει να είναι απλό όργανο συνοδείας και συμμετέχει επίσης στον μελωδικό αυτοσχεδιασμό. Σε ορισμένες επαρχίες των νομών Χανίων (Κίσσαμος, Σέλινο), Λασιθίου (Σητεία, Ιεράπετρα) και Ηρακλείου παίζεται και το βιολί σαν παραδοσιακό όργανο της Κρήτης. Πολύ διαδεδομένο ήταν παλιότερα και το μπουλγαρί ή μπουλγκαρί, είδος ταμπουρά με πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Σημαντικό ρόλο στην κρητική μουσική παίζουν και τα πνευστά: το απλό ποιμενικό θιαμπόλι, είδος φλογέρας, η μαντούρα, είδος κλαρινέτου, και η ασκομαντούρα ή ασκομπαντούρα, κρητική παραλλαγή του άσκαυλου. Στην ανατολική Κρήτη παλιότερα το βιολί ή τη λύρα, συνόδευε το νταουλάκι, μικρό νταούλι. Το βιολί στο Ν. Λασιθίου είχε μερικές φορές σαν μουσικό συνοδό την κιθάρα. Οι παλιοί λυράρηδες συνόδευαν τη μελωδία της λύρας με τον ρυθμικό ήχο των γερακοκούδουνων, μικρών σφαιρικών κουδουνιών που τα στερέωναν κατά μήκος του δοξαριού της λύρας. Η ονομασία γερακοκούδουνα προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια. Είναι τα κουδούνια που κρεμούσαν οι κυνηγοί στο λαιμό των εξημερωμένων γερακιών που χρησιμοποιούνταν σαν κυνηγετικά πουλιά, όπως τώρα χρησιμοποιούνται οι κυνηγετικοι σκύλοι. Το μαντολίνο είναι κι' αυτό ένα διαδεδομένο σε μερικές περιοχές του Ν. Ρεθύμνου μελωδικό μουσικό όργανο με τις μορφές μάλιστα Κρητικό -πλακέ- μαντολίνο και μαντόλα.
Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται. Τραγουδιούνται σε 32 μελωδίες, ή ομαδικά - χορωδιακά, ή αρχικά άδεται ένα ημιστίχιο από έναν καλλίφωνο τραγουδιστή και κατόπιν αυτό επαναλαμβάνεται χορωδιακά από την παρέα (καθ΄υπακοήν και κατ΄αντιφώνησιν) ενώ αρκετά ριζίτικα είναι ιδιόμελα με δικές τους μελωδίες. Στο λήμμα ριζίτικα τραγούδια αναφέρονται αρκετά στοιχεία για τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια της Κρήτης.